Search This Blog

Monday, June 19, 2017

ΡΟΥΜΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ-ALEXANDRESCU, GRIGORE

Ένα ποίημα αφιερωμένο στους πεσόντες Ιερολοχίτες, στη Μάχη του Δραγατσανίου, (|19 Ιουνίου 1821), από τον φιλέλληνα Ρουμάνο ποιητή, Grigore Alexandrescu, σε μετάφραση Χρ. Ζιάτα.                          
                                                             
Alexandrescu Grigore
                
ΤΑ ΜΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙ

Προσκυνητής σαν πήγα σ’ ολύμπια κι άγια μέρη,                          
Μνημειώδεις αναμνήσεις καιρών που σκέπει η αχλή,        
Πέρασα απ’ την κοιλάδα με μνήματα σπαρμένη,
Της ένδοξης Ελλάδας οπλίτες αντρειωμένοι
Της λευτεριάς την πρώτη όπου υψώσανε κραυγή.               

Τα πάντα ακινητούσαν --  βουβό έπεφτε το βράδυ…
Ούτε ένα θρους τριγύρα, ούτε στιγμής λαλιά –
Ερμιά παντού: μονάχος στης νύχτας το υφάδι,
Κι ως αγρυπνούσαν τ’ άστρα απάνω απ’ το λαγκάδι
Μοιάζανε ως ανάμενα σε μνήματα κεριά.                                        

Ανάρια, ανάρια μόνο οι λόφοι εκεί που σμίγουν,
Λες ξύπναγε ένας ήχος, πιο πέρα ένα βουητό.
Σαν ουρλιαχτά χειμάρρου τις όχθες του όταν  πνίγουν,
Ή ως κύματα οργισμένα τα πλήθη που τυλίγουν,
Ένα έθνος σαν τσακίζει το αβάσταγο ζυγό.

Και το σημάδι είδα ψηλά της σωτηρίας
Μονάχο που υψωνόταν στο χώρο του οδυρμού,
Του πόνου μας προστάτης, ελπίδα της πικρίας
Κι ενάντια των βαρβάρων σημαία νίκης θείας,
Παλιά του Κωνσταντίνου, του ρήγα χριστιανού.

Και σκέφτηκα όλους κείνους σκοτάδι που σφαλίζει,
Τον ήλιο της Ελλάδας που ανέβασαν  ψηλά,--
Τι ο θάνατος για το έθνος τον ουρανό στολίζει,
Τι το αίμα των μαρτύρων φυτό ‘ναι που καρπίζει,
Νωρίς, αργά, μια μέρα πλατιά δένει κλαδιά.

Καθώς οι ιερείς οι πρώτοι με το σταυρό γυρνούσαν
Σε ερημιές, σε σπήλια, φτωχοί και ταπεινοί,
Την εξουσία σε τσίρκα κι αρένες απωθούσαν  
Στη ρωμαϊκή πορφύρα την πίστη τους κεντούσαν,
Ή τα είδωλα νικούσαν στο Καπιτώλιο ορθοί.
                                                                                                                
Έτσι και το αίμα κείνων που πέσανε εδώ πέρα
Εκδικητές γεννάει κι ανδρείους λυτρωτές –
Ο Παρνασσός υψώνει κι ο Όλυμπος παντιέρα       
Οι στόλοι των βαρβάρων σαν άναψαν μια μέρα
Και δάγκωναν οι φλόγες τα σύννεφα ριπές.

Αντάξιοι είν’ της Ελλάδας, των θρυλικών της χρόνων,
Σαν τη σκλαβιά τρανοί ‘ναι πιο ακόμα τρομεροί,
Ολόιδιοι σαν τη φλόγα των φοβερών αγώνων,
Κι ο Μπότσαρης, ο Μιαούλης παρόμοιοι των προγόνων
Λες ήρωες φαντάζουν κι ημίθεοι ομηρικοί.

Αχ! ναι αν τη ζωή σου μιας πάλης που ‘ταν στέψη,
Στο γένος που βογκούσε σαν έδινες πνοή,
Με τ’ άσπλαχνο της χέρι δε θα ‘χει η μοίρα δρέψει,
Κι αν θα ‘βλεπες τη μέρα τ’ ουράνια που ‘χε στέψει,
Χάρολντ ,του απελπισμού συ βίαιε περιηγητή,

Καινούργια μια εποποιία, χριστιανική μια Ιλιάδα
Σε κάθε ανθρώπου στήθος θενά   ν’ άναβε φωτιά,
Η δυνατή σου λύρα, ανάστασης λες δάδα
Στη στάχτη των σβησμένων αιώνων  όπως πάντα
Θενά ‘δινε ζωοδότρα παλμό κι ανασαιμιά.

Της χώρας μας το χώμα μ’ αγάπη έχει τυλίξει
Τη μνήμη των Ελλήνων – και τη φριχτή στιγμή,
Οι μαχητές του Αλούτα την είδανε με θλίψη
Και δείγματα φιλίας και πίστη είχαν δείξει
Τη μέρα τη μοιραία μ’ αγάπη περισσή. 

Ω! μην σκεφτείτε ω, ίσκιοι οι τόποι αυτοί ρομφαία
Σε μάχη με μανία δε σήκωσαν και πριν –
Οι χριστιανικές δυνάμεις με το σταυρό σημαία
Συχνά εδώ ενωμένες παλέψανε γενναία
Μ ένα Χουνιάντ Ρουμάνο, μ’ ένα Ματέι Κορβίν.

Το μίσος της δουλείας κι αγάπη της πατρίδας
Σε κάθε γλώσσα ωσότου θα λέγονται αρετές,
Όσο θεωρεί η Ελλάδα μέρα ένδοξης σελίδας
Κείνη στις Θερμοπύλες που εχάθη ο Λεωνίδας
Και διάδημα όσο θα ‘χει ο Αλούτας της κορφές,

Εσείς θα ζείτε, η Ελλάδα σε σας  λέει εύγε μύρια
Τι κράξατε σεις πρώτοι το «ω, χαίρε λευτεριά»--
Και σε καιρούς δουλείας, σε άσπλαχνα χρόνια, ανήλια,
Πίστη, ανδρεία, ελπίδα κι ιδανικά σωτήρια
Η μνήμη σας ολοένα στον κόσμο θα ξυπνά.

                                Μέτάφραση ΧΡ. ΖΙΑΤΑ

No comments:

Post a Comment