παιδικών μου χρόνων!!!
Όσο κι αν όλα γύρω μας συντείνουν το να ξεχάσουμε, δεν μας αφήνει η θρησκευτική ανάβρα γιατί αυτή είναι βίωμα κι όχι πίστη δογματική. Πάντοτε στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας όλοι μας βρίσκουμε την ευκαιρία για μια εξερεύνηση του εσωτερικού μας κόσμου. Υπάρχει λες, έτοιμο να ξαμολυθεί ένα κύμα μιας μυστικής φουσκονεριάς κι εμείς να ξεχάσουμε τη ζέουσα πραγματικότητα και ν' αφεθούμε στο ξεφύλλισμα του προσωπικού ημερολογίου μας.
Και να, ο δρόμος μας, στην οδό Πύλου, στο Μεταξουργείο, που οδηγεί καρφί στον Αη Γιώργη, γεμάτος από έναν κόσμο σιωπηλό, να κατευθύνεται στην κατάφωτη εκκλησία. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, τη Μεγάλη Εβδομάδα... Εκεί γύρω οργανωνόταν μια άλλη ατμόσφαιρα. Κι εμείς, τα παιδιά δεν είχαμε κάτι άλλο στη σκέψη μας, παρά πότε θα έρθει η ώρα για να πάμε να παρακολουθήσουμε τις ακολουθίες. Ακούγαμε τις καμπάνες και νιώθαμε ότι ήταν το μυστικό κάλεσμα που ψύχωνε τη γειτονιά μας κι εμείς ανασαίναμε τις μυρωδιές από τις βιόλες, τα κεριά και το λιβάνι, κι αντιβούιζαν μέσα μας οι ψαλμωδίες. Όχι μόνο τις νύχτες, αλλά και την ημέρα ακόμα...
Κάπου μας άγγιζαν τα πάθη του Χριστού, και χωρίς να το καταλάβουμε έμπαινε ο Θεός μέσα μας, από αόρατη θύρα, στο κρυσφύγετο της ψυχής. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μας αγγίξουν τα πάθη και το μαρτύριο του Ιησού. Το έβλεπα αυτό και στη μάνα μου, περισσότερο απ' όλους μας, που ήταν μια άγια γυναίκα. Κάπου όμως διαπίστωνα ότι ο πατέρας μου, που πολλές φορές έψελνε, τα αντιμετώπιζε όλα αυτά από μιαν απόσταση, σαν κάποιο έργο που παιζόταν με μια καλή σκηνοθεσία που απέπνεε ποίηση. Είχε και μια κριτική διάθεση απέναντι σε όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν μας απέτρεψε από την συνάφειά μας με την εκκλησία.
Όσο κι αν όλα γύρω μας συντείνουν το να ξεχάσουμε, δεν μας αφήνει η θρησκευτική ανάβρα γιατί αυτή είναι βίωμα κι όχι πίστη δογματική. Πάντοτε στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας όλοι μας βρίσκουμε την ευκαιρία για μια εξερεύνηση του εσωτερικού μας κόσμου. Υπάρχει λες, έτοιμο να ξαμολυθεί ένα κύμα μιας μυστικής φουσκονεριάς κι εμείς να ξεχάσουμε τη ζέουσα πραγματικότητα και ν' αφεθούμε στο ξεφύλλισμα του προσωπικού ημερολογίου μας.
Και να, ο δρόμος μας, στην οδό Πύλου, στο Μεταξουργείο, που οδηγεί καρφί στον Αη Γιώργη, γεμάτος από έναν κόσμο σιωπηλό, να κατευθύνεται στην κατάφωτη εκκλησία. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, τη Μεγάλη Εβδομάδα... Εκεί γύρω οργανωνόταν μια άλλη ατμόσφαιρα. Κι εμείς, τα παιδιά δεν είχαμε κάτι άλλο στη σκέψη μας, παρά πότε θα έρθει η ώρα για να πάμε να παρακολουθήσουμε τις ακολουθίες. Ακούγαμε τις καμπάνες και νιώθαμε ότι ήταν το μυστικό κάλεσμα που ψύχωνε τη γειτονιά μας κι εμείς ανασαίναμε τις μυρωδιές από τις βιόλες, τα κεριά και το λιβάνι, κι αντιβούιζαν μέσα μας οι ψαλμωδίες. Όχι μόνο τις νύχτες, αλλά και την ημέρα ακόμα...
Κάπου μας άγγιζαν τα πάθη του Χριστού, και χωρίς να το καταλάβουμε έμπαινε ο Θεός μέσα μας, από αόρατη θύρα, στο κρυσφύγετο της ψυχής. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μας αγγίξουν τα πάθη και το μαρτύριο του Ιησού. Το έβλεπα αυτό και στη μάνα μου, περισσότερο απ' όλους μας, που ήταν μια άγια γυναίκα. Κάπου όμως διαπίστωνα ότι ο πατέρας μου, που πολλές φορές έψελνε, τα αντιμετώπιζε όλα αυτά από μιαν απόσταση, σαν κάποιο έργο που παιζόταν με μια καλή σκηνοθεσία που απέπνεε ποίηση. Είχε και μια κριτική διάθεση απέναντι σε όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν μας απέτρεψε από την συνάφειά μας με την εκκλησία.
Νίκος Λαγκαδινός
No comments:
Post a Comment